βιζόν

βιζόν
Με τον όρο αυτό υποδηλώνονται ορισμένα είδη και υποείδη του γένους μουστέλα της οικογένειας των μουστελιδών. Ζώα θηλαστικά και σαρκοφάγα, προτιμούν την υδρόβια ζωή και έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ανάμεσα στα δάχτυλά τους τη νηκτική μεμβράνη. Αντιπροσωπευτικός τύπος είναι το αμερικανικό β. (mustela vison),που λέγεται και μινγκ και ζει στην Αμερική, σε περιοχές με άφθονα νερά. Τρέφεται με μικροσκοπικά υδρόβια και χερσόβια ζώα, τα οποία συλλαμβάνει κατά προτίμηση τις νυχτερινές ώρες. Το β. έχει μήκος περίπου 50 εκ., από τα οποία περίπου 15 αποτελούν την ουρά. Τα άγρια β., που ζουν σε δασώδεις περιοχές, έχουν τρίχωμα καστανό σκούρο στο επάνω μέρος του σώματος και καστανό-γκρίζο στο κάτω. Η μεγάλη ζήτηση της λείας και μαλακής γούνας του έκανε το β. πολύτιμο είδος που εκτρέφεται με ιδιαίτερη προσοχή για εμπορικούς σκοπούς. Με την κατάλληλη επιλογή και διασταύρωση προκύπτουν ράτσες με χρώμα γούνας σε διάφορους τόνους του καστανού και του γκρίζου, που είναι περιζήτητες. Αμερικανικό βιζόν (μινγκ), είδος εξαιρετικά περιζήτητο για τη γούνα και το τρίχωμά του. Ο ποιητής και πεζογράφος Γ. Βιζυηνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • μινκ — (mustelaputorius). Σαρκοβόρο της οικογένειας των μουστελιδών. Το μ. έχει συνολικό μήκος 60 περίπου εκ., από τα οποία 17 ανήκουν στην ουρά. Είναι διαδεδομένο κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και στις βόρειες περιοχές της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • λουτρεόλη — Σαρκοφάγο θηλαστικό, που το κυνηγούν για τη γούνα του. Βλ. λ. βιζόν …   Dictionary of Greek

  • μουστελίδες — (mustelidae). Μεγάλη οικογένεια θηλαστικών της τάξης των σαρκοβόρων. Το μήκος των ζώων αυτών ποικίλλει ανάλογα με το είδος από 0,20 έως 1,50 μ.· το σώμα τους έχει σχήμα επίμηκες και καλύπτεται με πυκνό και απαλό τρίχωμα· τα πόδια έχουν 5 δάχτυλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”